- ὑποτλήσομ'
- ὑποτλήσομαι , ὑπό-ὀτλέωsufferaor subj mid 1st sg (epic)ὑποτλήσομαι , ὑπό-ὀτλέωsufferfut ind mid 1st sgὑποτλήσομαι , ὑπό-τλάωsufferfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.